casse-tête

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

casse-tête (fr) αρσενικό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Ο πληθυντικός του casse-tête είναι:
  • casse-tête (παραδοσιακή ορθογραφία)
ή