cantus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cantus (en)
- (μουσική) ωδή, μελωδία, κυρίως εκκλησιαστική
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cantus (la) γενική: cantūs
Κλίση
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- cantus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.