brune
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
brune | brunes |
brune (fr) θηλυκό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
brune | brunes |
brune (fr) θηλυκό