bro

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bro bros

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bro < περικοπή του brother

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bro (en) (αργκό)

  1. (κυριολεκτικά) ο αδελφός
  2. (προσφώνηση, μεταφορικά) αδελφός, ως φιλική προσφώνηση για άτομο με το οποίο υπάρχει στενή, συντροφική σχέση, αποδοχή κοινών ιδεών και ιδανικών, ή τρόπου ζωής

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bro (br) θηλυκό

  1. χώρα
    ⮡  Kant bro, kant giz, kant perez, kant iliz.
    Εκατό χώρες, εκατό μόδες, εκατό ενορίες, εκατό εκκλησίες (βρετονική παροιμία).



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bro (da)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bro (no)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bro (sv)