breathe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | breathe |
γ΄ ενικό ενεστώτα | breathes |
αόριστος | breathed |
παθητική μετοχή | breathed |
ενεργητική μετοχή | breathing |
Ρήμα
[επεξεργασία]breathe (en)