borst
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]borst (nl) θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]borst (sv) ουδέτερο