bombarda
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]bombarda (fr)
- γ΄ πρόσωπο ενικού ιστορικού αορίστου του bombarder
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- bombarda < (άμεσο δάνειο) γαλλική bombarde[1][2] < μέση γαλλική < μεσαιωνική ή υστερολατινική bombarda (κανόνι), θηλυκό του bombardus < λατινική bombus < αρχαία ελληνική βόμβος (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bombarda (it) θηλυκό
- η μπομπάρδα
- (ιστορία, οπλισμός) στη σημασία «κανόνι»
- (ναυτικός όρος) στη σημασία «είδος ιστιοφόρου»
- (μουσικό όργανο) στη σημασία «μεσαιωνικό πνευστό όργανο» ή «βαλβίδα εκκλησιαστικου οργάνου»
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη bomba
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- bombarda: ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]bombarda (it)
- γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του bombardare
- β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής του bombardare
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ bombarda - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
- ↑ bombarde - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bombarda (la) θηλυκό (μεσαιωνικά λατινικά) (υστερολατινικά)
Κλίση
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Απόγονοι
[επεξεργασία]bombarda (υστερολατινικά)
→ και δείτε bombarda#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- bombarda - du Cange, Charles du Fresne - Δουκάγγιος 1610-1688, Glossarium Mediæ et Infimæ Latinitatis [Γλωσσάριο μεσαιωνικής και ύστερης λατινικής γλώσσας] (1678, έκδοση επαυξημένη από: D. P. Carpenterius, Adelungius et al., επιμ. Léopold Favre, 1883–1887 @ducange.enc.sorbonne.fr)
- bombarda - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bombarda < lombarda με ανομοίωση [l] < [b] κατά το bomba. Διαφορετικό το lombarda[1] ως θηλυκό του lombardo (Λομβαρδός).
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: λομπάρδα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bombarda (la) θηλυκό
- η λομπάρδα → δείτε τη λέξη μπομπάρδα
- (ιστορία, οπλισμός) στη σημασία «κανόνι»
- (ναυτικός όρος) στη σημασία «είδος ιστιοφόρου»
- (μουσικό όργανο) στη σημασία «μεσαιωνικό πνευστό όργανο» ή «βαλβίδα εκκλησιαστικου οργάνου»
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ lombarda - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenari [23η έκδοση], 2014
Πηγές
[επεξεργασία]- bombarda - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenari [23η έκδοση], 2014
Κατηγορίες:
- Ρηματικοί τύποι (γαλλικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Ιστορία (ιταλικά)
- Οπλισμός (ιταλικά)
- Ναυτικοί όροι (ιταλικά)
- Μουσικά όργανα (ιταλικά)
- Ρηματικοί τύποι (ιταλικά)
- Παραγωγή λέξεων από τα λατινικά (υστερολατινικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (λατινικά)
- Λατινική γλώσσα
- Ουσιαστικά (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
- Μεσαιωνικά λατινικά
- Υστερολατινικά
- Οπλισμός (λατινικά)
- Λατινικά ουσιαστικά Α κλίσης
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (λατινικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (ισπανικά)
- Ιστορία (ισπανικά)
- Οπλισμός (ισπανικά)
- Ναυτικοί όροι (ισπανικά)
- Μουσικά όργανα (ισπανικά)