barko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | barko | barkoj |
αιτιατική | barkon | barkojn |
barko (eo)
- η βάρκα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | barko | barkoj |
αιτιατική | barkon | barkojn |
barko (eo)