bald

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός bald
συγκριτικός balder
υπερθετικός baldest

Επίθετο

[επεξεργασία]

bald (en)

  • φαλακρός
    ⮡  a bald head - φαλακρό κεφάλι
    ⮡  Why do women only rarely go bald?
    Γιατί οι γυναίκες μόνο πολύ σπάνια κάνουν φαλάκρα;
    ⮡  He is not bald.
    Δεν έχει φαλάκρα.

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

bald (de)