bafouille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ba.fuj/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bafouille bafouilles

bafouille (fr) θηλυκό