by far
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]by far (en)
- (ιδιωματισμός) κατά πολύ, μακράν
- ↪ He is by far superior/better/inferior/worse.
- Είναι κατά πολύ ανώτερος/καλύτερος/κατώτερος/χειρότερος.
- ↪ He is by far the best surgeon.
- Είναι μακράν ο καλύτερος χειρουργός.
- ↪ He is by far superior/better/inferior/worse.
Πηγές
[επεξεργασία]- far (idioms): by far - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 721-722. ISBN 9780194325684., λήμμα: πολύ