asexuel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.sɛ.ksɥɛl/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
asexuel asexuels

asexuel (fr) θηλυκό