apus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- apus < αρχαία ελληνική ἄπους (χωρίς πόδια)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]apus (la)
- είδος πουλιού
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]apus (ro)
- το ηλιοβασίλεμα