aplanissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
aplanissement aplanissements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aplanissement (fr) αρσενικό