aparté

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
aparté apartés

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aparté (fr) αρσενικό

  1. στο θέατρο, λέξη ή φράση του ηθοποιού που λέγεται κατ' ιδίαν (υποτίθεται ότι μόνο ο θεατής μπορεί να το ακούσει)
  2. σε μια συζήτηση μεταξύ πολλών ατόμων, κάτι που λέγεται μεταξύ ορισμένων, χωρίς να το ακούν οι υπόλοιποι