anahtar

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ev anahtarı - κλειδί σπιτιού

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
anahtar < νέα ελληνική ανοιχτήρι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑ.nɑhˈtɑɾ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anahtar (tr)

  1. το κλειδί
  2. (μουσική) το κλειδί
  3. (τεχνολογία) ο διακόπτης
  4. η κλείδα ενός αινίγματος ή ενός προβλήματος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]