amor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

amor (es)




Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

amor (la), -oris

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

amor (la)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
amor amores

amor (pt) αρσενικό