alimento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]alimento (es)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]alimento αρσενικό
- φαγητό
- τροφή
- (τρόφιμο) τα τρόφιμα