alko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alko | alkoj |
αιτιατική | alkon | alkojn |
alko (eo)
- η άλκη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alko | alkoj |
αιτιατική | alkon | alkojn |
alko (eo)