alba
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]alba
- ονομαστική, αφαιρετική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του albus
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του albus
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]alba (ro)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]alba (ro)
- ονομαστική και αιτιατική ενικού, θηλυκού γένους του alb