ahead of
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πρόθεση
[επεξεργασία]ahead of (en)
- μπροστά, ενώπιόν του κάποιου, κάποιον ή κάτι είναι πιο μπροστά στο χώρο ή στο χρόνο από κάποιον ή κάτι
- ⮡ Look ahead of you!
- Κοίτα μπροστά σου!
- ⮡ He has his whole life ahead of him.
- Έχει όλη τη ζωή μπροστά του.
- ≈ συνώνυμα: in front of και before
- ⮡ Look ahead of you!
- περνάω, είμαι πιο προχωρημένος από κάποιον ή κάτι, για παράδειγμα σε έναν αγώνα ή διαγωνισμό
- ⮡ He is ahead of all in his class.
- Τους πέρασε όλους στην τάξη του.
- ⮡ He is ahead of all in his class.
Πηγές
[επεξεργασία]- ahead of - Oxford Learner's Dictionaries
- ahead of - Cambridge Dictionary online
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 286, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: εμπρός, περνώ