adzo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adzo | adzoj |
αιτιατική | adzon | adzojn |
adzo (eo)
- το σκεπάρνι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adzo | adzoj |
αιτιατική | adzon | adzojn |
adzo (eo)