acute

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός acute
συγκριτικός more acute
υπερθετικός most acute

Επίθετο

[επεξεργασία]

acute (en)

  1. οξύς, πολύ σοβαρός
    ⮡  Juvenile delinquency is an acute social problem.
    Η εγκληματικότητα των νέων είναι ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα.
  2. οξύς, για ασθένειες που γίνονται γρήγορα σοβαρές και επικίνδυνες
    ⮡  acute kidney failure - οξεία νεφρική ανεπάρκεια
  3. οξύς, για τις αισθήσεις που είναι ευαίσθητες
    ⮡  acute vision - οξεία όραση
  4. (γεωμετρία) οξύς
    ⮡  an acute angle - οξεία γωνία
     αντώνυμα: obtuse
  5. (για τονισμένο γράμμα) που παίρνει οξεία