act
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
act | acts |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]act (en)
- η ενέργεια, η πράξη
- η πράξη (το κείμενο μιας απόφασης)
- η πράξη (τμήμα θεατρικού έργου)
- η πράξη νομοθετικού περιεχομένου, το θέσπισμα
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | act |
γ΄ ενικό ενεστώτα | acts |
αόριστος | acted |
παθητική μετοχή | acted |
ενεργητική μετοχή | acting |
act (en)
- (αμετάβατο) ενεργώ, δρω
- ↪ If we don’t act soon…
- Αν δεν ενεργήσουμε συντόμα…
- ↪ We must act immediately.
- Πρέπει να δράσουμε αμέσως.
- ↪ If we don’t act soon…
- (αμετάβατο) συμπεριφέρομαι, φέρομαι
- ↪ I don’t like the way he acts.
- Δεν μου αρέσει ο τρόπος που φέρεται.
- ↪ I don’t like the way he acts.
- παίζω ένα ρόλο
- υποκρίνομαι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]act (ro)