accustomed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]accustomed (en)
- μαθημένος, συνηθισμένος σε κάτι
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]accustomed (en)
accustomed (en)
accustomed (en)