accord
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- accord < μέση αγγλική acorden < παλαιά γαλλική acorder < λατινική accordo < ad + cor
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]accord (en)
- συμφωνία, σύμπτωση απόψεων και επιθυμιών
- συμφωνία, αρμονία μεταξύ μερών ενός συνόλου
- συμφωνία μεταξύ διαδίκων
- διεθνής συμφωνία
- (μουσική) η συγχορδία
- in accord: σύμφωνος
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]accord (fr)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- en accord avec - σύμφωνα με
- il agit en accord avec le règlement : δρα σύμφωνα με τον κανονισμό.
- ils se sont mis d'accord, ils sont tombés d'accord - συμφώνησαν
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Μουσική (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Μουσική (γαλλικά)