accommodation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]accommodation < λατινική accommodatio
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
accommodation | accommodations |
accommodation (en)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- accommodation (eye) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]accommodation < λατινική accommodatio
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.kɔ.mɔ.da.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
accommodation | accommodations |
accommodation (fr) θηλυκό
- η στέγαση