accommodation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

accommodation < λατινική accommodatio

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
accommodation accommodations

accommodation (en)

  1. η στέγαση
  2. το κατάλυμα
  3. (για το μάτι) προσαρμογή εστίασης του φακού και τις ίριδας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

accommodation < λατινική accommodatio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.kɔ.mɔ.da.sjɔ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
accommodation accommodations

accommodation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]