accoutrement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
accoutrement accoutrements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

accoutrement (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) τα ρούχα
  2. παράξενο, γελοίο ντύσιμο