abako
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abako | abakoj |
αιτιατική | abakon | abakojn |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]abako (eo)
- ο άβακας
Ίντο (io)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
abako | abaki |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]abako (io)
- ο άβακας