abannation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
abannation | abannations |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- abannation < (λόγιο δάνειο) υστερολατινική abbanatio
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]abannation (en)
- (νομικός όρος, παρωχημένο) ετήσια εξορία η οποία επιβαλλόταν στους ένοχους ακούσιου φόνου
Πηγές
[επεξεργασία]- abannation στο αγγλικό Βικιλεξικό
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
abannation | abannations |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- abannation < (λόγιο δάνειο) υστερολατινική abbanatio
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]abannation (fr) θηλυκό
- (νομικός όρος, ιστορία) ετήσια εξορία η οποία επιβαλλόταν στους ένοχους ακούσιου φόνου
Πηγές
[επεξεργασία]- abannation στο γαλλικό Βικιλεξικό
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα υστερολατινικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Νομικοί όροι (αγγλικά)
- Παρωχημένοι όροι (αγγλικά)
- Λόγια δάνεια από τα υστερολατινικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Νομικοί όροι (γαλλικά)
- Ιστορία (γαλλικά)