aval
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
aval | avals |
aval (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
aval | avals |
aval (fr) αρσενικό
- η τριτεγγύηση
- (μεταφορικά) η υποστήριξη, η συγκατάθεση, η έγκριση