attain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας attain
γ΄ ενικό ενεστώτα attains
αόριστος attained
παθητική μετοχή attained
ενεργητική μετοχή attaining

attain (en) (επίσημο)

Σύνθετα

[επεξεργασία]