attain
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | attain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | attains |
αόριστος | attained |
παθητική μετοχή | attained |
ενεργητική μετοχή | attaining |
Ρήμα
[επεξεργασία]- καταφέρνω, πετυχαίνω να πάρω κάτι, συνήθως μετά από πολλή προσπάθεια
- ↪ I attained my goal.
- Κατάφερα/Πέτυχα το σκοπό μου.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη accomplish
- ↪ I attained my goal.