or

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔ(ɹ)/

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

or (en)

  1. ή, χρησιμοποιείται για να δείξει μια άλλη πιθανότητα
    Do you want chocolate or vanilla?
    Θέλεις σοκολάτα ή βανίλια;
  2. ειδάλλως, αλλιώς, χρησιμοποιείται για να προειδοποιήσει ή να συμβουλεύσει κάποιον ότι κάτι κακό μπορεί να συμβεί
    Get up now, or you will be late.
    Σήκω τώρα ειδάλλως θ' αργήσεις.
    Drink it or it’ll get cold.
    Πιες το, αλλιώς θα κρυώσει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη otherwise
  3. είτε…είτε, χρησιμοποιείται για να δείξει μια διαφορετική ή αντίθετη ιδέα
    He is either mad or drunk.
    Είναι είτε τρελός είτε μεθυσμένος.
    Whether he comes or not, I will go.
    Είτε έρθει είτε όχι, εγώ θα πάω.
    → και δείτε τις λέξεις whether και either

Επίθετο

[επεξεργασία]

or (en) (χωρίς παραθετικά)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

or (eu)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. or (oυσιαστικό) < λατινική aurum
  2. or (σύνδεσμος) < παλαιά γαλλική ore («τώρα») < λατινική hāc hōrā, «αυτήν την ώρα». Χρησιμοποιείται ως σύνδεσμος από τον 12ο αιώνα.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
or ors

or (fr) αρσενικό

  1. ο χρυσός, το χρυσάφι, το μάλαμα
  2. (μεταφορικά) ο πλούτος, ο « χρυσός »
    l'or blanc - το χιόνι για τις χιονοδρομικές εγκαταστάσεις
    l'or noir - ο μαύρος χρυσός (το πετρέλαιο)
    l'or rouge - η ηλιακή ενέργεια
    l'or vert - ο πλούτος που προέρχεται από τη γεωργία ή από την πώληση καλλιεργήσιμων εδαφών
  3. (εραλδική) ένα από τα δύο εραλδικά χρώματα που παριστάνεται συμβατικά με τελείες

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

or (fr)

  1. και όμως, ε λοιπόν