operating
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]operating (en)
- λειτουργικός
- (λογιστική) λειτουργικός (για λογιστικά γεγονότα)
- ⮡ other operating income/expenses - λοιπά λειτουργικά έσοδα/έξοδα
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]operating (en)