operating

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

operating (en)

  1. λειτουργικός
  2. (λογιστική) λειτουργικός (για λογιστικά γεγονότα)
    ⮡  other operating income/expenses - λοιπά λειτουργικά έσοδα/έξοδα

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

operating (en)