olivette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
olivette < olive


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
olivette olivettes

olivette (fr) θηλυκό

  1. αγρός κατάσκεπος από ελαιόδεντρα
    → δείτε τις λέξεις olivaie και oliveraie
  2. είδος σταφυλιού με μακρόστενες ρώγες
  3. μικρή μακρόστενη ντομάτα