olive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- olive < παλαιά γαλλική olive < λατινική oliva < ετρουσκική *𐌄𐌋𐌄𐌉𐌅𐌀 (eleiva) ή πρωτοελληνική *ἐλαίϝα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *loiwom
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]olive (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]olive (fr) θηλυκό
- (τρόφιμο) ελιά (ο καρπός του ελαιόδεντρου)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ετρουσκικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Φυτά (αγγλικά)
- Τρόφιμα (αγγλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Τρόφιμα (γαλλικά)