olandese

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
olandese olandesi

Επίθετο

[επεξεργασία]

olandese (it)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

olandese (it)

  1. (εθνικό όνομα) Ολλανδός
  2. (γλώσσα) ολλανδικά