obstinate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]obstinate < (κληρονομημένο) μέση αγγλική obstinate, obstinat < λατινική obstinātus παθητική μετοχή του obstinō[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɒb.stɪ.nət/ & /ˈɒb.stɪ.nɪt/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈɑb.stə.nət/ & /ˈɑb.stə.nɪt/ (ΗΠΑ)
Επίθετο
[επεξεργασία]obstinate (en)
- πεισματάρης
- ⮡ my obstinent neighbours refused to leave the house even when ordered by the police
- οι πεισματάρηδες γείτονές μου αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι ακόμη και όταν τους διέταξε η αστυνομία
- ≈ συνώνυμα: bloody-minded, persistent, stubborn, pertinacious
- ⮡ my obstinent neighbours refused to leave the house even when ordered by the police
- (για άβια αντικείμενα) ανένδοτος, ασταμάτητος