obese

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός obese
συγκριτικός more obese
υπερθετικός most obese

Επίθετο

[επεξεργασία]

obese (en)

  • παχύσαρκος
    ⮡  They one of the most obese peoples.
    Είναι από τους πιο παχύσαρκους λαούς.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]