own

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

own (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. που ανήκει σε, δικός, ίδιος
    ⮡  your own book - το δικό σου βιβλίο
    ⮡  I shared a car with my brother, but now I have my own car!
    Μοιράστηκα ένα αυτοκίνητο με τον αδελφό μου, αλλά τώρα έχω το δικό μου αυτοκίνητο!
    ⮡  with my own hands - με τα ίδια μου τα χέρια
  2. μοναχός, παράγεται από και για μένα
    ⮡  Don’t try to be your own lawyer.
    Μην κάνεις μοναχός σου το δικηγόρο.
    ⮡  She makes all her own clothes.
    Φτιάχνει μοναχή της όλα της τα ρούχα.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • my own - Cambridge Dictionary online
ενεστώτας own
γ΄ ενικό ενεστώτα owns
αόριστος owned
παθητική μετοχή owned
ενεργητική μετοχή owning

own (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]