owe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας owe
γ΄ ενικό ενεστώτα owes
αόριστος owed
παθητική μετοχή owed
ενεργητική μετοχή owing

owe (en)

  1. χρωστάω, οφείλω, πρέπει να πληρώσω κάποιον για κάτι που έχω ήδη λάβει ή να επιστρέψω χρήματα που έχω δανειστεί
    ⮡  You owe me 100 euros.
    Μου χρωστάς 100 ευρώ.
    ⮡  How much do I owe you?
    Πόσα σας οφείλω;
  2. χρωστάω, οφείλω, νιώθω ότι πρέπει να κάνω κάτι για κάποιον ή να του δώσω κάτι, ειδικά επειδή έχει κάνει κάτι για μένα
    ⮡  I owe you an explanation/apology.
    Σας χρωστώ μια εξήγηση/συγγνώμη.
    ⮡  I owe you many thanks for your help.
    Σας οφείλω θερμές ευχαριστίες για τη βοήθειά σας.