overturn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
overturn | overturns |
overturn (en)
- η ανατροπή
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | overturn |
γ΄ ενικό ενεστώτα | overturns |
αόριστος | overturned |
παθητική μετοχή | overturned |
ενεργητική μετοχή | overturning |
overturn (en)