nota

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενικός πληθυντικός
nota notas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nota (es) θηλυκό



nota > λατινική nota

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nota note

nota (it)

  1. (μουσική) νότα σύμβολο-σημάδι που δείχνει έναν ήχο.
  2. σημείωση



πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική nota noty
γενική noty not
δοτική nocie notom
αιτιατική notę noty
οργανική notą notami
τοπική nocie notach
κλητική noto noty

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈnɔta/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nota (pl) θηλυκό

  1. η διακοίνωση, η νότα
  2. η σημείωση, η υποσημείωση



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
nota notas

nota (pt) θηλυκό