nuvola

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
nuvola < λατινική nubila < nubilus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈnu.vo.la/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nuvola nuvole

nuvola (it) θηλυκό