monitor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
monitor < λατινική monitor

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmɒnɨtə/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
monitor monitors

monitor (en)

  1. η οθόνη, το μόνιτορ
    ⮡  the computer monitor - η οθόνη του κομπιούτερ
     συνώνυμα: screen
  2. καταγραφικό όργανο
    ⮡  a heart monitor - καρδιογράφος
  3. ο παρατηρητής, ένα πρόσωπο του οποίου η δουλειά είναι να ελέγχει ότι κάτι γίνεται δίκαια και έντιμα, ειδικά σε μια ξένη χώρα
    ⮡  The election monitor must not have political aspirations in relation to the country they are observing.
    Ο εκλογικός παρατηρητής δεν πρέπει να έχει πολιτικές επιδιώξεις σε σχέση με τη χώρα που παρακολουθούν.
     συνώνυμα: observer
  4. ο επιμελητής σε ένα σχολείο
    ⮡  a class monitor - επιμελητής της τάξης
ενεστώτας monitor
γ΄ ενικό ενεστώτα monitors
αόριστος monitored
παθητική μετοχή monitored
ενεργητική μετοχή monitoring

monitor (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

monitor (la) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

monitor (ro) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

monitor (cs) αρσενικό