monitor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
monitor | monitors |
monitor (en)
- η οθόνη, το μόνιτορ
- καταγραφικό όργανο
- ⮡ a heart monitor - καρδιογράφος
- ο παρατηρητής, ένα πρόσωπο του οποίου η δουλειά είναι να ελέγχει ότι κάτι γίνεται δίκαια και έντιμα, ειδικά σε μια ξένη χώρα
- ο επιμελητής σε ένα σχολείο
- ⮡ a class monitor - επιμελητής της τάξης
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | monitor |
γ΄ ενικό ενεστώτα | monitors |
αόριστος | monitored |
παθητική μετοχή | monitored |
ενεργητική μετοχή | monitoring |
monitor (en)
- παρακολουθώ, εποπτεύω, επιτηρώ
- ⮡ The supermarket’s premises are monitored by CCTV.
- Οι χώροι του σουπερμάρκετ παρακολουθούνται με κλειστό τηλεοπτικό κύκλωμα.
- ⮡ The supermarket’s premises are monitored by CCTV.
Πηγές
[επεξεργασία]
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]monitor (la) αρσενικό
- ο επόπτης
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]monitor (ro) αρσενικό
- ο επόπτης
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του monitor
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un monitor | monitorul | nişte monitori | monitorii |
γενική | a unui monitor | monitorului | a unor monitori | monitorilor |
δοτική | unui monitor | monitorului | unor monitori | monitorilor |
αιτιατική | un monitor | monitorul | nişte monitori | monitorii |
κλητική | — | - | — | - |
Τσεχικά (cs)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]monitor (cs) αρσενικό
- ο επόπτης
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)
- Λατινική γλώσσα
- Ουσιαστικά (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
- Ρουμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ρουμανικά)
- Τσεχική γλώσσα
- Ουσιαστικά (τσεχικά)