midye

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
midye < (άμεσο δάνειο) νέα ελληνική μύδια, πληθυντικός του μύδι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmid.jɛ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

midye (tr)