meurtrier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mœʁ.tʁi.je/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | meurtrier | meurtriers |
θηλυκό | meurtrière | meurtrières |
meurtrier (fr) αρσενικό
- ο φονιάς
Επίθετο
[επεξεργασία]meurtrier (fr)