meta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: metà

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
meta < λατινική meta

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

meta (it) θηλυκό