merci
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επιφώνημα
[επεξεργασία]merci (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]merci (fr) αρσενικό
- το ευχαριστώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]merci (fr) θηλυκό
- το έλεος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- à la merci de: στη διάθεση κάποιου, στο έλεος κάποιου, όντας τελείως εξαρτημένος από κάποιον
- à merci: χωρίς όρια, λέγεται αρνητικά για κάτι που μπορεί κάποιος να εκμεταλλευτεί όσο θέλει