malheur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
malheur | malheurs |
malheur (fr) αρσενικό
- η δυστυχία, η συμφορά, η συφορά, η κακομοιριά